- κραταίβιος
- κρᾰταί-βῐος, ον,A strong with violence, Choerob. in An.Ox.2.318, Eust.1938.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραταίβιος — κραταίβιος, ον (Α) ο ισχυρός με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βιος (< βία), πρβλ. πολύ βιος, υπέρ βιος] … Dictionary of Greek
κραταίβιος — strong with violence masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek